Πριν από λίγες μέρες έχασα ένα βιβλιάριο, είχα ραντεβού να περάσω επιτροπή στο ΙΚΑ και έπρεπε να το βρω.
Το βρήκα...
Στη ντουλάπα, κάτω απο κουβέρτες και κουτιά με παπούτσια και μη με ρωτήσετε πως βρέθηκε εκεί, όσο παράξενο και αν φανεί, δεν έχω απαντήσεις για όλα.
Εκεί όμως βρήκα και ένα δερμάτινο φάκελο, απο εκείνους τους μεγάλους που φυλάμε σημαντικά έγγραφα. Κείμενα παλιά, απο το λύκειο.
Δε θυμάμαι πια γιατί τα είχα γράψει, ούτε γα ποιον, τι σκεφτόμουν, πως ένιωθα, αλλά να, με σόκαρε λιγάκι που ένιωθα έτσι στα 16...
Αυτό είναι απο τα πιο αγαπημένα μου και το μόνο που θυμάμαι πως το έγραψα στο λεωφορείο γυρνώντας απο βόλτα στον Εθνικό Κήπο με τις φίλες μου. Τότε που ο Εθνικός Κήπος είχε ακόμα πάπιες και πουλιά σε μεγάλα κλουβιά.
Ξέρω. Το βλέπω σου λέω. Μπορώ να το δω...
Θα ρωτήσεις και αυτή θα σου πει Όχι.
Θα της πει γιατι και αυτή θα σου πει αδιάφορα: Μη ξαναπάρεις τηλέφωνο ρε ΄συ.
Θα γελάσεις και 8α σταθείς για μια στιγμή.
Θα θυμηθείς και θα πείς: Την πουτάνα!
Θα μπείς στον καμπινέ και θα χέσεις.
Θα βρίσεις τη μάνα σου.
Θα πλυθείς και θα φορέσεις το μαύρο το πέτσινο μπουφάν να βγείς.
Θα πεις στον κολλητό: Σήμερα θέλω να γαμηθώ στο ποτό και να πηδήξω κάποια, όποια να'ναι.
Θα γαμηθείς στο ποτό και το τσιγάρο. Θα ξεράσεις...
Μετά θα την αρπάξεις και θα την πηδήξεις, όποια και αν είναι.
Ίσως και να πλακωθείς με κανένα.
Ο Αντρέας θα σε γυρίσει σπίτι.
Θ χωθείς στα σεντόνια και η μάνα σου θα ξαγρυπνήσει στο πλευρό σου να δεί αν είσαι καλά, αν γύρισες χαρακωμένος, αν έχεις αίματα.
Θα σε χαϊδέψει στοργικά και εσύ θα ονειρεύεσαι πως είσαι πάλι 9 και κτίζεις στην άμμο πύργους.
Το πρωί θα ξυπνήσεις με τα νεύρα σου σμπαράλια και τα μινίγγια σου να χτυπάνε.
Το πακέτο άδειο, όπως και οι τσέπες σου...
Λίγες μέρες μετά ο αέρας έφερε ένα φύλλο εφημερίδας στα πόδια μου.
Έλεγε πως πέθανες, είχε και μια φωτογραφία σου.
Υπερβολική δόση είπαν οι γιατροί. Τι ξέρουν αυτοί;
Και εγώ θέλησα να πάω στη γέφυρα, να πέσω το βυθό και να τραγουδήσω τα τραγούδια που λέγαμε μαζί.
Οι φίλοι μας, όταν τους βλέπω, άλλοι κλαίνε και άλλοι δε μιλάνε πια.
Προχθές είδα το Γιώργο. Με έκλεισε στην αγκαλιά του και με ρώτησε που ήθελα να πάω, στη γέφυρα του είπα και εκείνος έβαλε τα κλάμματα.
Μου αγόρασε 2 κούτες τσιγάρα και μου έδωσε λεφτά, όπως κάνουν στους άρρωστους και τους τρελούς.
Α... Ξέχασα να σου πω, τη μέρα που εξαφανίστηκες, ξέχασες στο σπίτι μου τα τσιγάρα σου. Μα εγώ δε τα αγγίζω. Ακόμα και αν είμαι "στεγνή" και οι τσέπες μου είναι άδειες, και έγραψα επάνω "Και αν λείψεις χίλια χρόνια, θα σε περιμένω".
Γιατί έπρεπε να φύγεις; Σε αγαπώ... (05/07/1992)
Πέμπτη 7 Μαΐου 2009
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου